υποεκτιμώ

υποεκτιμώ
Ν [εκτιμώ]
(σχετικά με αξία, μέγεθος, ποσότητα ή ποιότητα) αποδίδω σε κάτι μικρότερη από την πραγματική του αξία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποεκτίμηση — η, Ν [υποεκτιμώ] (σχετικά με αξία, μέγεθος, ποσότητα ή ποιότητα) υπολογισμός τής αξίας ενός πράγματος σε βαθμό κατώτερο τού πραγματικού («υποεκτίμηση τών δαπανών») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”